- πασιπόρνη
- πασιπόρνηcommon prostitutefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πασιπόρνη — ἡ, Α κοινή γυναίκα, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + πόρνη] … Dictionary of Greek